- γαλλικανισμός
- οη υπεράσπιση των προνομίων της γαλλικής Εκκλησίας έναντι στον παπισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαλλικανισμός — (gallicanisme). Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται το σύνολο των νεωτεριστικών τάσεων του γαλλικού κλήρου στον πνευματικό, λειτουργικό, κοινωνικό και οργανωτικό τομέα στα τέλη του 16ου και ολόκληρο τον 17o αι., με σκοπό τον περιορισμό των εξουσιών… … Dictionary of Greek
χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο … Dictionary of Greek
Μποσιέ, Ζακ Μπενίν — (Jacques Benigne Bossuet, Ντιζόν 1627 – Παρίσι 1704). Γάλλος θρησκευτικός συγγραφέας και ρήτορας. Το 1652 χειροτονήθηκε ιερέας και άρχισε να διακρίνεται στο Παρίσι με τους περίφημους 12 Επικήδειους λόγους του, τους οποίους συνέταξε για τους… … Dictionary of Greek